λίμιτον

λίμιτον
λίμιτον, τὸ (Μ)
(στη Ρώμη) η οροθετική γραμμή τής αυτοκρατορίας η οποία προστατευόταν και φρουρούνταν από τους λιμιταναίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. limes, -itis «σύνορο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιμιτοτρόφος — λιμιτοτρόφος, ον (Μ) προμηθευτής τών στρατευμάτων τών συνόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμιτον + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, κουρο τρόφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”